στοχασμάτιο

στοχασμάτιο
το, Ν [στόχασμα, -άσματος]
όργανο με ξύλινο κανόνα και μετρικές υποδιαιρέσεις για τοπογραφικές χωροσταθμήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”